Η ψυχοθεραπεία είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο ο θεραπευόμενος έρχεται σε επαφή με τις διάφορες πλευρές του εαυτού του: με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, τις αντιλήψεις που έχει για τον κόσμο και τις σχέσεις, τις δυνατότητές του, τις επιθυμίες, τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Καθώς κατανοεί καλύτερα όσα συμβαίνουν μέσα του και γύρω του, αποκτά μεταλύτερη αυτογνωσία. Η ψυχοθεραπεία δεν αποσκοπεί μόνο στην ανακούφιση ενός συμπτώματος ή δυσκολίας, αλλά στη βαθύτερη κατανόηση των αιτιών εμφάνισης του συγκεκριμένου προβλήματος. Ο θεραπευόμενος σταδιακά αναγνωρίζει και αναθεωρεί άκαμπτα και περιοριστικά κομμάτια της ζωής του, γεγονός που του επιτρέπει να αντιμετωπίζει πιο ευέλικτα την πραγματικότητά του. Μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο, έχει την ευκαιρία να επεξεργαστεί τα βιώματά του, χτίζοντας μία ολοένα και πιο συγκροτημένη αφήγηση για την προσωπική του ιστορία, η οποία του εξασφαλίζει μία μεγαλύτερη αίσθηση σκοπού και νοήματος στη ζωή του. Επιπρόσθετα, ο θεραπευόμενος μαθαίνει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του και τις διαπροσωπικές του σχέσεις με πιο ισορροπημένο τρόπο, να ελέγχει τις αρνητικές σκέψεις που κάνει και να ακούει προσεκτικά τις ανάγκες του. Επίσης, εξασκείται σε νέους τρόπους να φροντίζει τον εαυτό του και να συνδέεται με τους άλλους. Έτσι, η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποτελέσει μία βαθιά μεταμορφωτική εμπειρία, η οποία βοηθά τον θεραπευόμενο να κάνει αλλαγές στη ζωή του και να εξελιχθεί.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή. Ένα κρίσιμο γεγονός ζωής, όπως ένας χωρισμός ή η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, επαγγελματικές δυσκολίες, κάποια σημαντική αλλαγή, όπως η απόκτηση ενός παιδιού, και δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις μπορεί να προκαλέσουν έντονα συναισθήματα σε κάποιον και να του δημιουργήσουν την ανάγκη να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί κάποιο ψυχοσωματικό σύμπτωμα (για παράδειγμα, μία κρίση πανικού) να κινητοποιήσει το άτομο στην αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας. Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που οι θεραπευόμενοι όταν πρωτοξεκινούν ψυχοθεραπεία μεταφέρουν ένα αίσθημα αδιεξόδου ή την αίσθηση ότι δε ζουν όπως θα ήθελαν και ότι χρειάζεται κάτι να αλλάξουν για να μπορέσουν να προχωρήσουν και να έχει η ζωή τους περισσότερο νόημα γι αυτούς τους ίδιους. Όποιο κι αν είναι το αίτημα, η απόφαση κάποιου να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία είναι μία δέσμευση που κάνει απέναντι στον εαυτό του και στην ψυχική του υγεία και αποτελεί το πρώτο βήμα για την ενδυνάμωσή του.

Η πρώτη συνεδρία προσφέρει στον θεραπευτή και στον θεραπευόμενο την ευκαιρία να γνωριστούν και να συζητήσουν γύρω από το αίτημα του δεύτερου. Μέσα από ερωτήσεις ο θεραπευτής διευκολύνει τον θεραπευόμενο να μιλήσει για τον εαυτό του, για τους λόγους που τον οδήγησαν στο να απευθυνθεί σε ψυχολόγο και για τα θέματα που τον απασχολούν στην παρούσα φάση της ζωής του. Επιπρόσθετα, συλλέγει πληροφορίες για την οικογένειά του, την προσωπική του ιστορία και το υποστηρικτικό του δίκτυο. Συνήθως, η διαδικασία αυτή χρειάζεται περισσότερες από μία συνεδρίες για να ολοκληρωθεί. Μετά το πέρας ενός αρχικού κύκλου συναντήσεων, ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος συγκροτούν από κοινού ένα θεραπευτικό πλάνο, το οποίο περιλαμβάνει και κάποιες πρακτικές διευθετήσεις της μεταξύ τους συνεργασίας, όπως τη μέρα, την ώρα και τη συχνότητα των συναντήσεων και τον τρόπο πληρωμής. Όταν κανείς απευθύνεται για πρώτη φορά σε έναν ψυχολόγο είναι απόλυτα φυσιολογικό να νιώσει αρχικά κάποιο άγχος και αμηχανία, καθώς είναι κάτι καινούργιο γι αυτόν. Ο θεραπευτής δημιουργεί τις συνθήκες ώστε να αισθανθεί άνετα ο θεραπευόμενος και καθ’όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ακολουθεί το δικό του ρυθμό.

Η ψυχοθεραπεία αποτελεί μία πολύ προσωπική διαδικασία, που δε βασίζεται σε έτοιμες συνταγές, ούτε έχει την ικανότητα να δώσει μαγικές λύσεις. Η διάρκειά της ποικίλλει ανάλογα με τις εξατομικευμένες ανάγκες του θεραπευόμενου, τη σοβαρότητα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει και το αίτημά του. Έτσι, υπάρχουν θεραπευόμενοι που μπορεί ύστερα από έναν πρώτο κύκλο συνεδριών να αισθάνονται ανακουφισμένοι και πιο σίγουροι στην αντιμετώπιση των δυσκολιών που τους έφεραν εξ αρχής στο γραφείο του ψυχολόγου κι έτσι να αποφασίζουν να σταματήσουν την ψυχοθεραπεία, γνωρίζοντας ότι μπορούν να επανέλθουν στη θεραπευτική διαδικασία όποτε αισθανθούν αυτή την ανάγκη. Προκειμένου, όμως, να υπάρξει μία βαθύτερη θεραπευτική αλλαγή απαιτείται περισσότερος χρόνος, καθώς προϋποθέτει την ευρύτερη κατανόηση του εαυτού και την αναθεώρηση βαθιά ριζωμένων αντιλήψεων. 

Σε όλες τις θεραπευτικές προσεγγίσεις, η σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται ανάμεσα στον θεραπευτή και στον θεραπευόμενο θεωρείται εξαιρετικά σημαντική και μοιάζει να αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα για την επίτευξη της θεραπευτικής αλλαγής. Η θεραπευτική σχέση προσφέρει στον θεραπευόμενο την ασφαλή βάση από την οποία εξερευνά τον εσωτερικό του κόσμο (αναμνήσεις, συναισθήματα), αλλά και τον εξωτερικό (διαπροσωπικές σχέσεις, γεγονότα). Μέσα σε αυτή τη σχέση, ο θεραπευτής δεν υποδεινύει, αλλά προσπαθεί να κατανοήσει τον θεραπευόμενο και να τον συντροφεύσει σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και προσωπικής εξέλιξης. Ρόλος του είναι, μέσα από την ενσυναίσθηση, την αποδοχή, την αυθεντικότητα, το σεβασμό, το νοιάξιμο και το ενδιαφέρον που επιδεικνύει, να αποτελέσει μία φιγούρα που δρα επιδιορθωτικά για τον θεραπευόμενο.  

Δεδομένου ότι η θεραπευτική σχέση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην πορεία και το αποτέλεσμα της θεραπευτικής διαδικασίας, η επιλογή θεραπευτή είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η επαγγελματική εμπειρία και η επιστημονική κατάρτιση του θεραπευτή, σε συνδυασμό με την αίσθηση που δημιουργεί στον θεραπευόμενο η επαφή μαζί του, αποτελούν παράγοντες που χρειάζεται να λάβει υπόψη του ο θεραπευόμενος προκειμένου να αποφασίσει αν ένας επαγγελματίας είναι κατάλληλος για εκείνον. Κατά τις πρώτες συνεδρίες είναι καλό να του απευθύνει ερωτήματα που θα τον βοηθήσουν στην απόφαση αυτή, αλλά κυρίως να παρατηρήσει το πώς αισθάνεται με το συγκεκριμένο πλαίσιο: αν νιώθει σταδιακά όλο και πιο άνετα και αν ο θεραπευτής αυτός του εμπνέει εμπιστοσύνη και του δημιουργεί το αίσθημα ότι τον ακούει πραγματικά.

Η συμβουλευτική έχει πιο σύντομη χρονική διάρκεια και εστιάζει σε συγκεκριμένα αιτήματα του ατόμου, που μπορεί να αφορούν τη διαχείριση κάποιων καταστάσεων που έχουν προκύψει στην παρούσα φάση της ζωής του. Η ψυχοθεραπεία είναι μία βαθύτερη εξερεύνηση του εαυτού και των σημαντικών σχέσεων της ζωής του ατόμου, που επιφέρει μακροπρόθεσμες αλλαγές στον τρόπο που σκέπτεται, που διαχειρίζεται τα συναισθήματά του και που συνδέεται με τους άλλους.

Ο ψυχολόγος δεσμεύεται δεοντολογικά να τηρεί πλήρη εχεμύθεια για όλα τα θέματα που αφορούν τον θεραπευόμενο. Αυτό σημαίνει πως όσα λέγονται μέσα σε μία συνεδρία είναι εμπιστευτικά. Η αρχή της εμπιστευτικότητας δημιουργεί ένα πλαίσιο ασφάλειας και εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ψυχολόγο και στον θεραπευόμενο και ως εκ τούτου αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για τη θεραπευτική διαδικασία. Το επαγγελματικό απόρρητο καταλύεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες κινδυνεύει η ζωή και η ασφάλεια του θεραπευόμενου ή κάποιου τρίτου προσώπου.